φιλενάδα

φιλενάδα
η
1) подруга, приятельница; 2) любовница

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Смотреть что такое "φιλενάδα" в других словарях:

  • φιλενάδα, η — και φιλινάδα, η, 1. η φίλη γυναίκας: Πήγε βόλτα με τις φιλενάδες της. 2. η φίλη άντρα, η ερωμένη άντρα, η γκόμενα: Αρέσει ο Κώστας στις γυναίκες κι έχει πολλές φιλενάδες …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • φιλενάδα — και φιλαινάδα και φιληνάδα και φιλινάδα, η, Ν 1. φίλη 2. ερωμένη, αγαπητικιά. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ., με αρχική τη γρφ. φιλαινάδα, έχει προέλθει από τον τ. φιλαινάοες, πληθ. τού φίλαινα «φίλη», κατά τα αδερφάδες, κουνιάδες, συνυφάδες] …   Dictionary of Greek

  • αγαπητικός — ο (θηλ. ιά) (Α ἀγαπητικός, ή, όν) [ἀγαπῶ] αυτός που αγαπά νεοελλ. 1. αγαπητός, εγκάρδιος φίλος 2. αυτός που αγαπά ερωτικά 3. (αρσ.) α) παράνομος εραστής β) εκείνος που ζει από την εκμετάλλευση γυναικών 4. θηλ. ερωμένη, φιλενάδα, μαιτρέσα αρχ. 1.… …   Dictionary of Greek

  • αμορόζα — η [αμορόζος] 1. ερωμένη, φιλενάδα 2. γυναίκα που συζεί παράνομα με κάποιον. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. amoroso] …   Dictionary of Greek

  • μορόζα — η ερωμένη, αγαπητικιά, φιλενάδα. [ΕΤΥΜΟΛ. < αμορόζα < ιταλ. amorosa (< ιταλ. amo «αγαπώ»)] …   Dictionary of Greek

  • παραδερφή — η πολύ στενή, αδελφική φιλενάδα. [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * + αδερφή] …   Dictionary of Greek

  • πιάνω — ΝΜ 1. παίρνω κάτι με το χέρι και τό κρατώ, κρατώ, κατέχω, βαστώ (α. «να γιατρευτεί το χέρι μου, να πιάσω το σπαθί μου», δημ. τραγούδι β. «ὅταν τὴν πέρδικα ἰδεῑ, σκύπτει καὶ τὴν πιάνει», Διγ. Ακρ.) 2. μτφ. (για ασθένειες, ψυχικές καταστάσεις)… …   Dictionary of Greek

  • φιλαινάδα — η, Ν βλ. φιλενάδα …   Dictionary of Greek

  • φιλεναδίτσα — η, Ν [φιλενάδα] υποκορ. νεαρή ερωμένη …   Dictionary of Greek

  • φιλεναδούλα — η, Ν [φιλενάδα] υποκορ. φιλεναδίτσα …   Dictionary of Greek

  • φιληνάδα — η, Ν βλ. φιλενάδα …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»